- βαθυπώγων
- βᾰθυ-πώγων, ον, gen. ωνος,A with thick beard, D.S.34.1, Plu.2.710b, Luc.JTr.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθυπώγων — βαθυπώγων, ο (Α) αυτός που έχει πυκνά γενιά … Dictionary of Greek
βαθυπώγων — with thick beard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek